Η Καρδιά Μας

Η καρδιά μας είναι ένα κύμα που δεν σπάει
Στην ακρογιαλιά. Ποιος μαντεύει τη θάλασσα
Απ' όπου βγαίνει η καρδιά μας; Αλλά είναι η
Καρδιά μας ένα κύμα μυστικό, χωρίς αφρό.
Βουβά πιάνει μια στεριά κι αθόρυβα σκαλίζει
Το ανάγλυφο ενός πόθου, που δεν ξέρει
Απογοήτευση κι αγνοεί τη ησυχία.

Άλλοτε Η Θάλασσα

Άλλοτε η θάλασσα μας είχε σηκώσει στα φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στόν ύπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στόν αγέρα
Τις ημέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνές και τα χρώματα
Τα βράδια ξαπλώναμε κάτω απ' τα δέντρα και τα σύννεφα
Τις νύχτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε
Ήταν τότε ο καιρός τρικυμία χαλασμός κόσμου
Και μονάχα ύστερα ησυχία
Αλλά εμείς πηγαίναμε χωρίς να μας εμποδίζει κανείς
Να σκορπάμε και να παίρνουμε χαρά
Από τους βράχους ως τα βουνά μάς οδηγούσε ο Γαλαξίας
Και όταν έλειπε η θάλασσα ήταν κοντά ο Θεός.

Ο Φόβος Του Θανάτου

Κάποτε γίνεται ο φόβος του θανάτου
Ύπνος βαθύς και τον σκεπάζει ο Τειρεσίας·
Σαν νυχτοφύλακας σε ώρα υπηρεσίας
Που αποκοιμήθηκε στην άγρυπνη σκιά του.

Γι’ αυτό προσφεύγουμε στη λύπη των ονείρων
Μ’ ένα υπόλοιπο ντροπής κι αθανασίας,
Κι ο μελανόπτερος επάνω μας σωσίας
Άλλοτε σκύβει λυρικός κι άλλωτε είρων.

Κι όταν βραδιάζει σαν αθώωση του ασώτου,
Κι ο ουρανός μετεωρίζεται και παίρνει
Όλο το μέσα της ζωής για να νυχτώσει,

Είναι επόμενο να στρέφουμε με τόση
Πνοή στη μαντική του δύναμη, ωσότου
Ο σπαραγμός του την καινούρια μέρα σπέρνει.

Αντίκλητος Της Λύπης Των Αιθέρων

Στον ουρανό δεν έζησα ποτέ μου
Κι όμως θυμούμαι κι εύχομαι το φως του
Τις νύχτες όταν δέομαι του αγνώστου
Θεού σε μια ζωή μεσοπολέμου.

Μονάκριβος δεν είμαι, δεν πιστεύω
Πως πύκνωσε ο κόσμος για να ζήσω
Για μια στιγμή θα στάθηκε πιο πίσω
Ο θάνατος και μ' άφησε ν' ανέβω.

Ίσως η μοίρα φρόντισε να μείνω
Αντίκλητος της λύπης των αιθέρων
Για να τελώ των σκοτεινών εταίρων
Τη μνήμη και τη δόξα τους να κλίνω.