The Ballad Of Choosing

Love brought a garland to my feet today
Offering to crown my head withal, and said:
"The year is young, it is the time of May,
Autumn is distant, and the winter, dead"
And would therewith my brows have garlanded
But that I asked him "Is not this a fire
To burn the scorched brain through my maddened head?
Thou has a guerdon, is it not for hire?"

Fame brought a golden crown, bejeweled o'er
With precious rubies beyond price, and cried
"The world is young, thy name shall evermore
Ring in men's ears, stately and glorified"
But I, with shuddering lips, to him replied:
"Fame is the aramanth that fools desire
My soul's price is beyond thy jewel's pride
Thou has a guerdon, is it not for hire?"

Wealth brought to me a purse, whose glancing gold
Mocked the sun's rays, grown dull as iron rust,
And pressed it in my hand, saying "Behold
The corner-stone of fame, the means of lust"
And I: "In thee I put but little trust
Shameful, most vile, accursed of God's ire,
Dross of the dunghill's most detested dust,
Thou has a guerdon, is it not for hire?"

Christ came to me, alone and sorrowful,
And offered me a cross, saying to me,
"I have great joys to give most bountiful.
Carry this through the world, and when the sea
Of death is past, then is prepared for thee
A house of many mansions." My desire
Hid not from me the vileness of his plea:--
'Thou has a guerdon, is it not for hire?'

Η Καρδιά Μας

Η καρδιά μας είναι ένα κύμα που δεν σπάει
Στην ακρογιαλιά. Ποιος μαντεύει τη θάλασσα
Απ' όπου βγαίνει η καρδιά μας; Αλλά είναι η
Καρδιά μας ένα κύμα μυστικό, χωρίς αφρό.
Βουβά πιάνει μια στεριά κι αθόρυβα σκαλίζει
Το ανάγλυφο ενός πόθου, που δεν ξέρει
Απογοήτευση κι αγνοεί τη ησυχία.

Άλλοτε Η Θάλασσα

Άλλοτε η θάλασσα μας είχε σηκώσει στα φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στόν ύπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στόν αγέρα
Τις ημέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνές και τα χρώματα
Τα βράδια ξαπλώναμε κάτω απ' τα δέντρα και τα σύννεφα
Τις νύχτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε
Ήταν τότε ο καιρός τρικυμία χαλασμός κόσμου
Και μονάχα ύστερα ησυχία
Αλλά εμείς πηγαίναμε χωρίς να μας εμποδίζει κανείς
Να σκορπάμε και να παίρνουμε χαρά
Από τους βράχους ως τα βουνά μάς οδηγούσε ο Γαλαξίας
Και όταν έλειπε η θάλασσα ήταν κοντά ο Θεός.

Ο Φόβος Του Θανάτου

Κάποτε γίνεται ο φόβος του θανάτου
Ύπνος βαθύς και τον σκεπάζει ο Τειρεσίας·
Σαν νυχτοφύλακας σε ώρα υπηρεσίας
Που αποκοιμήθηκε στην άγρυπνη σκιά του.

Γι’ αυτό προσφεύγουμε στη λύπη των ονείρων
Μ’ ένα υπόλοιπο ντροπής κι αθανασίας,
Κι ο μελανόπτερος επάνω μας σωσίας
Άλλοτε σκύβει λυρικός κι άλλωτε είρων.

Κι όταν βραδιάζει σαν αθώωση του ασώτου,
Κι ο ουρανός μετεωρίζεται και παίρνει
Όλο το μέσα της ζωής για να νυχτώσει,

Είναι επόμενο να στρέφουμε με τόση
Πνοή στη μαντική του δύναμη, ωσότου
Ο σπαραγμός του την καινούρια μέρα σπέρνει.

Αντίκλητος Της Λύπης Των Αιθέρων

Στον ουρανό δεν έζησα ποτέ μου
Κι όμως θυμούμαι κι εύχομαι το φως του
Τις νύχτες όταν δέομαι του αγνώστου
Θεού σε μια ζωή μεσοπολέμου.

Μονάκριβος δεν είμαι, δεν πιστεύω
Πως πύκνωσε ο κόσμος για να ζήσω
Για μια στιγμή θα στάθηκε πιο πίσω
Ο θάνατος και μ' άφησε ν' ανέβω.

Ίσως η μοίρα φρόντισε να μείνω
Αντίκλητος της λύπης των αιθέρων
Για να τελώ των σκοτεινών εταίρων
Τη μνήμη και τη δόξα τους να κλίνω.

Φρεγάδα

Ο καθρέφτης ζωγραφίζει το πορτραίτο της,
Για τα κατσαρά της καίει το καμινέτο της,
Φιγουρίνι ξεφυλλίζει κάνα φόρεμα,
Ντεκολτέ να φανερώνει τ' άσπρα της λαιμά,
Το κραγιόν τα δυό της χείλια βάφει κρεμεζί,
Να τα δει τ' αγόρι απ' τ' αντίκρυ μαγαζί.

Να τα δει να παραγγείλει ούζα δεύτερα
Να φυτρώσουνε στον ήλιο κόκκινα φτερά,
Κόκκινα φτερά στον ήλιο και καήκανε,
Οι δραγάτες στο περβόλι μπαινοβγήκανε,
Μέρα φεύγει κι άλλη μέρα κι ήτανε σαν ψες
Νυφικό που το 'χες τάξει και δεν το 'ραψες.

Προπολεμικιά φρεγάδα με τα όλα της,
Τα φτιασίδια, τα κολιέ της, τα βραχιόλια της
Να κοιτάει απ' το κάδρο την παλιά γωνιά,
Έφυγε και ξαρματώθη σ' άλλη γειτονιά
Νύχτα βγήκε για σεργιάνι, νύχτα χάθηκε
Άσπρο γιασεμί το 'λέγαν και μαράθηκε.

Με Δόσεις

Κρυώνουμε, πατέρες, μας σαρώνουν
Διατάγματα θανάτου· τις αργίες
Τα σώματα πονούν και ζευγαρώνουν·
Σε γάμους, σε βαφτίσια, σε κηδείες,
Φοβόμαστε και μας κατευοδώνουν
Στις παγερές του σύμπαντος βεγγέρες
Κυρίες των δυνάμεων, μητέρες.

Στηρίχτηκεν η κλίμακα στη γη μου
Μα πέρασε τα σύννεφα κι εχάθη·
Κι ανέβαινε τις σκάλες της πνοής μου
Ο αγώνας των αγγέλων, που απ' τα βάθη
Μετέφεραν τη φλόγα της ζωής μου·
Κι έπεφτε αργά σαν στάχτη η βασιλεία
Των ουρανών στην άδεια πολιτεία

Και σκέπασε τις μέρες μου σαν φάσμα
Η λύπη σας, πατέρες, κι η σοφία,
Μα κράτησα για μια στιγμή στο χάσμα
Του κόσμου που αποσύρθηκε με βία
Μια δόξα που λαμπάδιασε σαν άσμα:
Θεέ, με δόσεις παίρνε με μαζί σου
Στο φως του τεχνητού σου παραδείσου.

Καλλυντικό Ψυχής

Φθινόπωρο στου Στρέφη κι όλο πέφτει
Βροχούλα, της ψυχής καλλυντικό.

Ο Ουρανός

Στον ουρανό θα χάθηκαν τα χρόνια,
Πατημασιές θηράματος στα χιόνια
Εκεί θα προσμετρήθηκαν οι μέρες,
Για μια παρτίδα φως με τους αιθέρες.

Ο ουρανός θησαύριζε τις νύχτες
Τοκίζοντας τους μαύρους ωροδείχτες
Και ρήμαζε τη χώρα των ονείρων
Με τάγματα αγγέλων και μαρτύρων.

Στον ουρανό πληρώνουμε το νοίκι
Για μια ζωή που μόλις μας ανήκει
Και λίγο λίγο δίνουμε το σώμα
Στον ουρανό, εικόνα, και στο χώμα.

Εκεί τα βράδια κάνουν περιπάτους
Των φίλων οι σκιές με τα καλά τους
Κι από ψηλά κοιτάζουνε την πόλη
Ηλεκτρικό, τις νύχτες, περιβόλι.

Στον ουρανό γυρίζουμε τα μάτια
Για κάποια παιδικά μας μονοπάτια
Κι αθροίζουμε πιο αίθριοι στο φως του
Σκοτάδια, προμηνύματα του αγνώστου.

Στο λίγο που μας δόθηκε εδώ κάτω
Να καρτερούμε φως καλοσυνάτο,
Μας ψηλαφεί τ' αδιάφορό του ύφος
Το σώμα, την ψυχή, σαν τοκογλύφος.

Στον ουρανό, θα λέμε, πήγες, Χρήστο
Να ζήσεις εν κρυπτώ και παραβύστω
Μα το πρωί εκείνο στου Ζωγράφου
Στην παγωνιά σωπαίναμε του τάφου.

Ερωτική Εξίσωση

Ο έρωτας, λοιπόν, μας εξισώνει
Απόλυτα, σαν να 'μαστε φαντάροι,
Μονάχα προς τα πάνω, προς τη χάρη
Του κόσμου που δεν πλάστηκε με σκόνη.

Η Γλώσσα Της Χαράς

Κι όλα τ' αστρανάμματα μαζί
Κι όλα τα τραγούδια των κυμάτων
Κι ό,τι υπάρχει ακόμα κι ό,τι ζει
Έξω από τη νάρκη των μνημάτων.

Όλα με τη γλώσσα της χαράς
Με καλούν να ζήσω μα - ω, τι κρίμα!...
Άμοιρη ψυχή, μη σπαρταράς
Κάτι με τραβά σε κάποιο μνήμα.

Το Πλοίο Περιμένει

Το πλοίο περιμένει
Γιατί την τελευταία στιγμή κοντά μου να φανείς;
Δε θα μ'αποχαιρέταγε σαν θά 'φευγα κανείς,
Και θά 'φευγα αδιάφορος σαν από χώρα ξένη.
Μα τώρα με τον τόπο αυτό, κάποια φιλία με δένει
Και τα δεσμά μου τα όμορφα να σπάσω δεν μπορώ,
Κι ενώ να μείνω θα 'θελα πολύ, κοντά σας να χαρώ
Το πλοίο περιμένει