Οι Κολώνες

Ρυτιδιασμένη και φτωχή, περήφανη εταίρα
Κατάντησες πατρίδα μου, μεγάλη μου μητέρα
Δε βλέπεις που τα χάλια σου στον κόσμο φανερώνεις
Μα τους παλιούς σου εραστές θυμάσαι και βουρκώνεις
Γκρέμισε τούτες τις κολώνες
Που σε βαραίνουν τόσους αιώνες
Ξέβαψε το αρχαίο τους μεγαλείο
Και το μνημείο έγινε μαυσωλείο.

Στον τελευταίο του σπασμό το πτώμα
Μοιάζει να είναι ζωντανό ακόμα
Το πνεύμα έφυγε όμως απ' το κορμί του
Βγάζει απλώς την τελευταία εκπνοή του. 

Γκρέμισε τούτες τις κολώνες
Που σε πλακώνουν τόσους αιώνες
Πες μου, πώς θες να γράψεις Ιστορία
Με στείρα, μίζερη προγονολατρεία; 

Το μέλλον που έρχεται κανείς δεν το ξέρει
Θεοί καινούργιοι μάς απλώνουν το χέρι
Αφέσου να πετάξεις δίχως φορτία
Από "αθάνατες γραφές" και "ιερά βιβλία".

Γκρέμισε τούτες τις κολώνες
Φτιάξε δικούς σου Παρθενώνες!
Ήρθε η ώρα όλα πια να αλλάξεις
Τις ιερές σου αγελάδες να σφάξεις.

Νιώσε το αίσθημα να μην έχεις σπίτι
Ούτε πατρίδα ούτε θεό στον πλανήτη
Δεν είναι ίλιγγος; Ζαλάδα δε φέρνει;
Δε σε μεθάει; Δε σε παρασέρνει;

No comments:

Post a Comment