Στο κατάφωτο - τι ωραία - πανί μας,
Να προβαίνουμε, Καραγκιόζη μου, αχ! Τι;
Αχ! Τι μέθη, ως κρυφά θα κινεί μας
Να πηγαίνουμε - η ζωή - πηδηχτοί!
Μορφονιός συ, μα με σκύλινα μούτρα
Χατζαντζάρης, πίσω σου, εγώ - κατηφές
Μια πεντάρα να 'χεις - μάτι - στην κούτρα
Και των ρούχων μας να φωτάν οι ραφές.
Και τραγούδι συ να σκας - τι παιάνας!
"Έβγα! Έβγα να με δεις μια σταλιά!"
Κι οι φλογίτσες ν' ακοντίζουν της πάνας
Σαν που - φλόγινα - θα πετάξουν πουλιά.
Και ως Βοϊδάγγελοι θα πατάμε, να τρίζουν
Οι χαρτένιες μας φιγούρες και να ν'
Λες των ξύλων μας οι σκιές θα γυρίζουν,
Σαν κεραίες που το κενό ερευνάν.
Τότε, ω τότε - απ' το Σεράι, στο βάθος,
Στη σιγή θα προβεί της νυχτός
Η Φατμέ, τσοκ Χανούμ, και - τι λάθος!
Θα ν' το μάτι της κολλημένο, κι αχ! Τι,
Τι γλυκά, με το μάτι της, τόνα,
Και φωνίτσα αντρικιά και ψιλή
- Χαρτονένια, αγαπησιάρια, κοκώνα -
Για τα αινίγματα κειδά να μιλεί!
Αχ! Τι να 'ναι; Καραγκιόζη μου: "Εισήλθον
Εις την πόλιν - να ρωτάς μας - λησταί,
Οι δε κάτοικοι (μα ποιοι κάτοικοι;) εξήλθον
Απ' τις τρύπες!" (μα ποιες τρύπες;) Χριστέ!
Και ποια πόλις; Τη φαντάστης σε χνάρια
Πα στην πάνα καρφιτσωμένη, ριγή,
Απ' τα όπισθεν να τη φέγγουν λυχνάρια
Και στου άνεμου τις πνοές να λυγεί;
Και οι κάτοικοι; Κρεμασμένοι - ω τι θάμα!
Σ' ένα σπάγγο, προυμισμένοι, ριχτοί,
Χαύνοι κι άναυδοι να λικνίζονται αντάμα
Κι όλοι - επίπεδοι - να μυρίζουν χαρτί;
Και το αίνιγμα; Μη δηλοί το βελόνι
Που καρφώσαντας σε μια φέτα ψωμί,
Σαν την πλάνη βγήκε κει στο μπαλκόνι
Και στο πέταξε να ραφτείς; Ε; Ή μη -
-Αχ- η άνοιξη να μην είναι πιο λούρα
Στ 'να χέρι της υψώντας τρελά,
Μια λουλούδινη κυλώντας τσουλούρα,
Έρχετ' άδοντας τραλαλά - τραλαλά;
Ω αυτό θα 'αι!... Και δε θα 'ναι! Κουνά μας
Πίσω ο παίχτης - κι όπως τόπε: Ληστές
Είν' οι έρωτες που εισήλθον και να - μας
Οι καρδιές μας στο σπαθί περαστές,
Και όλους - πόλη και πολίτες και κλέφτες
(Στα ξυλάκια μας καρφωμένους φριχτά)
Αχ! τις οίδε της ζωής ποιοι καθρέφτες
Καθρεφτίζουν μας - της αγάπης σφαχτά...
Η μελοποίηση από τον Σαράντη Κασσάρα
Να προβαίνουμε, Καραγκιόζη μου, αχ! Τι;
Αχ! Τι μέθη, ως κρυφά θα κινεί μας
Να πηγαίνουμε - η ζωή - πηδηχτοί!
Μορφονιός συ, μα με σκύλινα μούτρα
Χατζαντζάρης, πίσω σου, εγώ - κατηφές
Μια πεντάρα να 'χεις - μάτι - στην κούτρα
Και των ρούχων μας να φωτάν οι ραφές.
Και τραγούδι συ να σκας - τι παιάνας!
"Έβγα! Έβγα να με δεις μια σταλιά!"
Κι οι φλογίτσες ν' ακοντίζουν της πάνας
Σαν που - φλόγινα - θα πετάξουν πουλιά.
Και ως Βοϊδάγγελοι θα πατάμε, να τρίζουν
Οι χαρτένιες μας φιγούρες και να ν'
Λες των ξύλων μας οι σκιές θα γυρίζουν,
Σαν κεραίες που το κενό ερευνάν.
Τότε, ω τότε - απ' το Σεράι, στο βάθος,
Στη σιγή θα προβεί της νυχτός
Η Φατμέ, τσοκ Χανούμ, και - τι λάθος!
Θα ν' το μάτι της κολλημένο, κι αχ! Τι,
Τι γλυκά, με το μάτι της, τόνα,
Και φωνίτσα αντρικιά και ψιλή
- Χαρτονένια, αγαπησιάρια, κοκώνα -
Για τα αινίγματα κειδά να μιλεί!
Αχ! Τι να 'ναι; Καραγκιόζη μου: "Εισήλθον
Εις την πόλιν - να ρωτάς μας - λησταί,
Οι δε κάτοικοι (μα ποιοι κάτοικοι;) εξήλθον
Απ' τις τρύπες!" (μα ποιες τρύπες;) Χριστέ!
Και ποια πόλις; Τη φαντάστης σε χνάρια
Πα στην πάνα καρφιτσωμένη, ριγή,
Απ' τα όπισθεν να τη φέγγουν λυχνάρια
Και στου άνεμου τις πνοές να λυγεί;
Και οι κάτοικοι; Κρεμασμένοι - ω τι θάμα!
Σ' ένα σπάγγο, προυμισμένοι, ριχτοί,
Χαύνοι κι άναυδοι να λικνίζονται αντάμα
Κι όλοι - επίπεδοι - να μυρίζουν χαρτί;
Και το αίνιγμα; Μη δηλοί το βελόνι
Που καρφώσαντας σε μια φέτα ψωμί,
Σαν την πλάνη βγήκε κει στο μπαλκόνι
Και στο πέταξε να ραφτείς; Ε; Ή μη -
-Αχ- η άνοιξη να μην είναι πιο λούρα
Στ 'να χέρι της υψώντας τρελά,
Μια λουλούδινη κυλώντας τσουλούρα,
Έρχετ' άδοντας τραλαλά - τραλαλά;
Ω αυτό θα 'αι!... Και δε θα 'ναι! Κουνά μας
Πίσω ο παίχτης - κι όπως τόπε: Ληστές
Είν' οι έρωτες που εισήλθον και να - μας
Οι καρδιές μας στο σπαθί περαστές,
Και όλους - πόλη και πολίτες και κλέφτες
(Στα ξυλάκια μας καρφωμένους φριχτά)
Αχ! τις οίδε της ζωής ποιοι καθρέφτες
Καθρεφτίζουν μας - της αγάπης σφαχτά...
Η μελοποίηση από τον Σαράντη Κασσάρα
No comments:
Post a Comment