Φρεγάδα

Ο καθρέφτης ζωγραφίζει το πορτραίτο της,
Για τα κατσαρά της καίει το καμινέτο της,
Φιγουρίνι ξεφυλλίζει κάνα φόρεμα,
Ντεκολτέ να φανερώνει τ' άσπρα της λαιμά,
Το κραγιόν τα δυό της χείλια βάφει κρεμεζί,
Να τα δει τ' αγόρι απ' τ' αντίκρυ μαγαζί.

Να τα δει να παραγγείλει ούζα δεύτερα
Να φυτρώσουνε στον ήλιο κόκκινα φτερά,
Κόκκινα φτερά στον ήλιο και καήκανε,
Οι δραγάτες στο περβόλι μπαινοβγήκανε,
Μέρα φεύγει κι άλλη μέρα κι ήτανε σαν ψες
Νυφικό που το 'χες τάξει και δεν το 'ραψες.

Προπολεμικιά φρεγάδα με τα όλα της,
Τα φτιασίδια, τα κολιέ της, τα βραχιόλια της
Να κοιτάει απ' το κάδρο την παλιά γωνιά,
Έφυγε και ξαρματώθη σ' άλλη γειτονιά
Νύχτα βγήκε για σεργιάνι, νύχτα χάθηκε
Άσπρο γιασεμί το 'λέγαν και μαράθηκε.

Με Δόσεις

Κρυώνουμε, πατέρες, μας σαρώνουν
Διατάγματα θανάτου· τις αργίες
Τα σώματα πονούν και ζευγαρώνουν·
Σε γάμους, σε βαφτίσια, σε κηδείες,
Φοβόμαστε και μας κατευοδώνουν
Στις παγερές του σύμπαντος βεγγέρες
Κυρίες των δυνάμεων, μητέρες.

Στηρίχτηκεν η κλίμακα στη γη μου
Μα πέρασε τα σύννεφα κι εχάθη·
Κι ανέβαινε τις σκάλες της πνοής μου
Ο αγώνας των αγγέλων, που απ' τα βάθη
Μετέφεραν τη φλόγα της ζωής μου·
Κι έπεφτε αργά σαν στάχτη η βασιλεία
Των ουρανών στην άδεια πολιτεία

Και σκέπασε τις μέρες μου σαν φάσμα
Η λύπη σας, πατέρες, κι η σοφία,
Μα κράτησα για μια στιγμή στο χάσμα
Του κόσμου που αποσύρθηκε με βία
Μια δόξα που λαμπάδιασε σαν άσμα:
Θεέ, με δόσεις παίρνε με μαζί σου
Στο φως του τεχνητού σου παραδείσου.

Καλλυντικό Ψυχής

Φθινόπωρο στου Στρέφη κι όλο πέφτει
Βροχούλα, της ψυχής καλλυντικό.

Ο Ουρανός

Στον ουρανό θα χάθηκαν τα χρόνια,
Πατημασιές θηράματος στα χιόνια
Εκεί θα προσμετρήθηκαν οι μέρες,
Για μια παρτίδα φως με τους αιθέρες.

Ο ουρανός θησαύριζε τις νύχτες
Τοκίζοντας τους μαύρους ωροδείχτες
Και ρήμαζε τη χώρα των ονείρων
Με τάγματα αγγέλων και μαρτύρων.

Στον ουρανό πληρώνουμε το νοίκι
Για μια ζωή που μόλις μας ανήκει
Και λίγο λίγο δίνουμε το σώμα
Στον ουρανό, εικόνα, και στο χώμα.

Εκεί τα βράδια κάνουν περιπάτους
Των φίλων οι σκιές με τα καλά τους
Κι από ψηλά κοιτάζουνε την πόλη
Ηλεκτρικό, τις νύχτες, περιβόλι.

Στον ουρανό γυρίζουμε τα μάτια
Για κάποια παιδικά μας μονοπάτια
Κι αθροίζουμε πιο αίθριοι στο φως του
Σκοτάδια, προμηνύματα του αγνώστου.

Στο λίγο που μας δόθηκε εδώ κάτω
Να καρτερούμε φως καλοσυνάτο,
Μας ψηλαφεί τ' αδιάφορό του ύφος
Το σώμα, την ψυχή, σαν τοκογλύφος.

Στον ουρανό, θα λέμε, πήγες, Χρήστο
Να ζήσεις εν κρυπτώ και παραβύστω
Μα το πρωί εκείνο στου Ζωγράφου
Στην παγωνιά σωπαίναμε του τάφου.

Ερωτική Εξίσωση

Ο έρωτας, λοιπόν, μας εξισώνει
Απόλυτα, σαν να 'μαστε φαντάροι,
Μονάχα προς τα πάνω, προς τη χάρη
Του κόσμου που δεν πλάστηκε με σκόνη.

Η Γλώσσα Της Χαράς

Κι όλα τ' αστρανάμματα μαζί
Κι όλα τα τραγούδια των κυμάτων
Κι ό,τι υπάρχει ακόμα κι ό,τι ζει
Έξω από τη νάρκη των μνημάτων.

Όλα με τη γλώσσα της χαράς
Με καλούν να ζήσω μα - ω, τι κρίμα!...
Άμοιρη ψυχή, μη σπαρταράς
Κάτι με τραβά σε κάποιο μνήμα.

Το Πλοίο Περιμένει

Το πλοίο περιμένει
Γιατί την τελευταία στιγμή κοντά μου να φανείς;
Δε θα μ'αποχαιρέταγε σαν θά 'φευγα κανείς,
Και θά 'φευγα αδιάφορος σαν από χώρα ξένη.
Μα τώρα με τον τόπο αυτό, κάποια φιλία με δένει
Και τα δεσμά μου τα όμορφα να σπάσω δεν μπορώ,
Κι ενώ να μείνω θα 'θελα πολύ, κοντά σας να χαρώ
Το πλοίο περιμένει