Το Τίποτα Σαλπίζοντας Στη Χαυνωμένη Αθήνα

Στάθηκε στο παράθυρο. Έξω, η πορεία
Παρέες παρέες διέρρεε πίσω απ' το τζάμι.
Κραυγές, συνθήματα, σπασμοί: μια κωμωδία

Παιγμένη αποκαρδιωτικά, κι όμως οικεία,
Όσο ο βραχνάς της απειλής
Που συνηθίζεται στο τέλος, τον ξεχνάει κανείς,

Σαν σφαίρα κοιμισμένη στη θαλάμη.
Από τον δρόμο ανέβαινε μια ηλεκτρισμένη ηχώ·
Κάποιοι βομβάρδιζαν τη νέα Ιεριχώ

Με τα πυρά μιας μικροφωνικής.
Άλλοι, με ύφος αεροστάτου που δεν πέφτει,
Γρονθοκοπούσαν τον ουράνιο καθρέφτη.

«Όλα λαός», θυμήθηκε, κι αυτά κι εκείνα.
Ο κόρος, έστω· ο κόπος· η αηδία.
Ο θόρυβος που ορκίζεται πως είναι μανιφέστο.

Το τίποτα σαλπίζοντας στη χαυνωμένη Αθήνα.

Ο Ουρανός Δεν Έχει Άλλες Ιστορίες

Ο ουρανός δεν έχει άλλες ιστορίες,
Άλλο σκοτάδι, φως κρυφό που δεν ειπώθη,
Άλλη ψυχή να του χαλάμε για να κλώθει
Πολέμους, έρωτες, λαμπρές εκεχειρίες.

Όμως απόψε που είχε θέατρο να φύγει,
Πορφύρας άπλωμα για την υπόκλισή του,  
Με πυρπολεί το φως με δάφνες του απροσίτου,
Όλα ισχύουν και μια δόξα τα τυλίγει.

Όλα πυργώνουν, πάλι πέφτουν, και βραδιάζει
Στα χρονικά του έρωτα και του θανάτου,
Σκόνη και σκύβαλα, συντρίμματα και χνώτα·

Ένα μικρό παιδί μες στα σκεπάσματά του
Ανοίγει πάλι λίγο κόσμο και διαβάζει
Πριν κοιμηθεί σ’ ένα παράπονο από φώτα.