Το Τίποτα Σαλπίζοντας Στη Χαυνωμένη Αθήνα

Στάθηκε στο παράθυρο. Έξω, η πορεία
Παρέες παρέες διέρρεε πίσω απ' το τζάμι.
Κραυγές, συνθήματα, σπασμοί: μια κωμωδία

Παιγμένη αποκαρδιωτικά, κι όμως οικεία,
Όσο ο βραχνάς της απειλής
Που συνηθίζεται στο τέλος, τον ξεχνάει κανείς,

Σαν σφαίρα κοιμισμένη στη θαλάμη.
Από τον δρόμο ανέβαινε μια ηλεκτρισμένη ηχώ·
Κάποιοι βομβάρδιζαν τη νέα Ιεριχώ

Με τα πυρά μιας μικροφωνικής.
Άλλοι, με ύφος αεροστάτου που δεν πέφτει,
Γρονθοκοπούσαν τον ουράνιο καθρέφτη.

«Όλα λαός», θυμήθηκε, κι αυτά κι εκείνα.
Ο κόρος, έστω· ο κόπος· η αηδία.
Ο θόρυβος που ορκίζεται πως είναι μανιφέστο.

Το τίποτα σαλπίζοντας στη χαυνωμένη Αθήνα.

No comments:

Post a Comment