Ήδη

Μια γυναίκα στο δρόμο
Μαλώνει το παιδάκι της
«Δε θα πάμε σπίτι;
Θα σε κρεμάσω ανάποδα»
Γύρισα κι είδα το μικρό:
Ήτανε ήδη κρεμασμένο.

Χόρταση

Το γατί μου
Δε χορταίνει μόνο με χάδια
Θέλει και φαΐ.
Το κορμί μου
Δε χορταίνει μόνο με φαΐ
Θέλει και χάδια.

Οι Τσαλακωμένοι

Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
Ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,
Σ' αυτούς που ώρες στέκονται σε μία ουρά,
Έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ' έναν υπάλληλο,
Κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι
Για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.
Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
Γίνομαι ένα με τους τσαλακωμένους.

Τι Να Τα Κάνω Τα Τραγούδια Σας

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
Ποτέ δε λένε την αλήθεια
Ο κόσμος υποφέρει και πονά
Κι εσείς τα ίδια παραμύθια.

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
Είναι πολύ ζαχαρωμένα
Ταιριάζουν σε σοκολατόπαιδα
Μα δεν ταιριάζουνε για μένα.

Ο Χρόνος Κι Η Συναλλαγή

Ό,τι μας γλύκανε, το ξέπλυνε ο χρόνος κι η συναλλαγή.

Φλέβα Χρυσού

Αργοκοιμάται πάνω στον καναπέ
Χωρίς ελπίδα οι εξηγήσεις
Για τρία χρόνια ήταν μέσ' στην καρδιά
Και τώρα πώς να την αφήσεις;

Πώς να πιστέψεις ότι τέλειωσε;
Ότι η αγάπη πια πεθαίνει;
Μα οι ρόδες βιάζονται να φτάσουν στο σταθμό
Μέσα στη νύχτα ένα τρένο περιμένει.

Είν' το χρυσάφι που με παίρνει μακριά
Το μέταλλο που δε σκουριάζει
Άγρυπνο αστέρι φέγγει από ψηλά
Μέσα στο τρένο με κοιτάζει.

Κι η νύχτα πέρασε και ήρθε η αυγή
Μια μέρα ακόμα σαν τις άλλες
Μαύρα τα σύννεφα, θα ρίξει βροχή
Ήδη χτυπάν οι πρώτες στάλες.

Της αλχημείας μεταμόρφωση
Που η φθορά δεν την πειράζει
Μέταλλα που γεννιούνται μέσα στη Γη
Χαλκός που σε χρυσό αλλάζει.

Πούλησα μια ζωή επίχρυση
Για έναν θησαυρό κρυμμένο
Σ' έναν παλιό χάρτη, πειρατικό
Στο χέρι πρόχειρα φτιαγμένο.

Βρήκα διαμάντια σε κομμάτια γυαλί
Καρπούς μέσ' στα ξερά τα χόρτα
Ελευθερία μέσ' στη φυλακή
Και το κλειδί πάνω στην πόρτα.

Βρήκα το φίλο μέσα στον εχθρό
Τον Ήλιο πίσω απ' τη Σελήνη
Ένα μπουκάλι πλέει στον ωκεανό
Άπιαστο όνειρο που αλήθεια θα γίνει.

Τραγούδι μέσ' στο εργοστάσιο
Φλέβα χρυσού στη γειτονιά σου
Κι ούτε θυμάμαι πώς περπάτησα
Τα λίγα μέτρα μέχρι την εξώπορτά σου.

Οι Κολώνες

Ρυτιδιασμένη και φτωχή, περήφανη εταίρα
Κατάντησες πατρίδα μου, μεγάλη μου μητέρα
Δε βλέπεις που τα χάλια σου στον κόσμο φανερώνεις
Μα τους παλιούς σου εραστές θυμάσαι και βουρκώνεις
Γκρέμισε τούτες τις κολώνες
Που σε βαραίνουν τόσους αιώνες
Ξέβαψε το αρχαίο τους μεγαλείο
Και το μνημείο έγινε μαυσωλείο.

Στον τελευταίο του σπασμό το πτώμα
Μοιάζει να είναι ζωντανό ακόμα
Το πνεύμα έφυγε όμως απ' το κορμί του
Βγάζει απλώς την τελευταία εκπνοή του. 

Γκρέμισε τούτες τις κολώνες
Που σε πλακώνουν τόσους αιώνες
Πες μου, πώς θες να γράψεις Ιστορία
Με στείρα, μίζερη προγονολατρεία; 

Το μέλλον που έρχεται κανείς δεν το ξέρει
Θεοί καινούργιοι μάς απλώνουν το χέρι
Αφέσου να πετάξεις δίχως φορτία
Από "αθάνατες γραφές" και "ιερά βιβλία".

Γκρέμισε τούτες τις κολώνες
Φτιάξε δικούς σου Παρθενώνες!
Ήρθε η ώρα όλα πια να αλλάξεις
Τις ιερές σου αγελάδες να σφάξεις.

Νιώσε το αίσθημα να μην έχεις σπίτι
Ούτε πατρίδα ούτε θεό στον πλανήτη
Δεν είναι ίλιγγος; Ζαλάδα δε φέρνει;
Δε σε μεθάει; Δε σε παρασέρνει;

Συμβουλή Προς Νέους Εραστές

Να μην ανησυχείς αν βγαίνει με τους φίλους της
Άστη να σε συγκρίνει, να νιώσει την αξία σου
Και μη ζητάς με όρκους χαζά να τη δεσμεύσεις
Αν είσαι ο άνθρωπός της, θα δει την απουσία σου.

Χορός Συρτός

Κάλλιο χορευταράς να 'μουνα πέρι,
Κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια,
Θα 'σερνα συρτό χορό, χέρι με χέρι,
Μ' όλα μας του γιαλού τα καραβάκια.

Κι έν' αψηλό τραγούδι για σιρόκους
Θ' άρχιζα, γι' αφροπούλια και για ένα
Γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους
Που θα' ρχονταν να μ' έπαιρνε και μένα.

Με δίχως τους αναστεναγμούς της Πολυδούρη
Μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι,
Κι οι πένες μου πενιές σ' ένα σαντούρι,
Άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου, καράβι!

Γιαλό-γιαλό να φεύγουμε και άντε!
Να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια,
Κι εκεί λες κομφετί μες στο λεβάντε
Όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια!

Comedie Del Arte

Στο κατάφωτο - τι ωραία - πανί μας,
Να προβαίνουμε, Καραγκιόζη μου, αχ! Τι;
Αχ! Τι μέθη, ως κρυφά θα κινεί μας
Να πηγαίνουμε - η ζωή - πηδηχτοί!

Μορφονιός συ, μα με σκύλινα μούτρα
Χατζαντζάρης, πίσω σου, εγώ - κατηφές
Μια πεντάρα να 'χεις - μάτι - στην κούτρα
Και των ρούχων μας να φωτάν οι ραφές.

Και τραγούδι συ να σκας - τι παιάνας!
"Έβγα! Έβγα να με δεις μια σταλιά!"
Κι οι φλογίτσες ν' ακοντίζουν της πάνας
Σαν που - φλόγινα - θα πετάξουν πουλιά.

Και ως Βοϊδάγγελοι θα πατάμε, να τρίζουν
Οι χαρτένιες μας φιγούρες και να ν'
Λες των ξύλων μας οι σκιές θα γυρίζουν,
Σαν κεραίες που το κενό ερευνάν.

Τότε, ω τότε - απ' το Σεράι, στο βάθος,
Στη σιγή θα προβεί της νυχτός
Η Φατμέ, τσοκ Χανούμ, και - τι λάθος!
Θα ν' το μάτι της κολλημένο, κι αχ! Τι,

Τι γλυκά, με το μάτι της, τόνα,
Και φωνίτσα αντρικιά και ψιλή
- Χαρτονένια, αγαπησιάρια, κοκώνα -
Για τα αινίγματα κειδά να μιλεί!

Αχ! Τι να 'ναι; Καραγκιόζη μου: "Εισήλθον
Εις την πόλιν - να ρωτάς μας - λησταί,
Οι δε κάτοικοι (μα ποιοι κάτοικοι;) εξήλθον
Απ' τις τρύπες!" (μα ποιες τρύπες;) Χριστέ!

Και ποια πόλις; Τη φαντάστης σε χνάρια
Πα στην πάνα καρφιτσωμένη, ριγή,
Απ' τα όπισθεν να τη φέγγουν λυχνάρια
Και στου άνεμου τις πνοές να λυγεί;

Και οι κάτοικοι; Κρεμασμένοι - ω τι θάμα!
Σ' ένα σπάγγο, προυμισμένοι, ριχτοί,
Χαύνοι κι άναυδοι να λικνίζονται αντάμα
Κι όλοι - επίπεδοι - να μυρίζουν χαρτί;

Και το αίνιγμα; Μη δηλοί το βελόνι
Που καρφώσαντας σε μια φέτα ψωμί,
Σαν την πλάνη βγήκε κει στο μπαλκόνι
Και στο πέταξε να ραφτείς; Ε; Ή μη -

-Αχ- η άνοιξη να μην είναι πιο λούρα
Στ 'να χέρι της υψώντας τρελά,
Μια λουλούδινη κυλώντας τσουλούρα,
Έρχετ' άδοντας τραλαλά - τραλαλά;

Ω αυτό θα 'αι!... Και δε θα 'ναι! Κουνά μας
Πίσω ο παίχτης - κι όπως τόπε: Ληστές
Είν' οι έρωτες που εισήλθον και να - μας
Οι καρδιές μας στο σπαθί περαστές,

Και όλους - πόλη και πολίτες και κλέφτες
(Στα ξυλάκια μας καρφωμένους φριχτά)
Αχ! τις οίδε της ζωής ποιοι καθρέφτες
Καθρεφτίζουν μας - της αγάπης σφαχτά...

Η μελοποίηση από τον Σαράντη Κασσάρα

Στάδιον Δόξης

Ως ανύποπτος κάθομαν, ήρθαν όλα μι' αντάρα
Οι ήρωές μου κι οι στίχοι μου — φιόρα μου όλα πλατύφυλλα —
Κάθε μια της ζωής μου ήταν — κει — στραβομάρα,
Κάθε γκάφα μου ή τύφλα...

Κι ως αρπώντας με μ' έβγαλαν σηκωτόν απ' την πόλη
(Με καμπούρες κι αλλήθωροι — με στραβή άλλα αρίδα).
Όλα εκεί με τριγύρισαν και με δείξαν — χαχόλοι —
Κει βαθιά, τη Χαλκίδα:

... Βλέπεις μαιτρ —μου φωνάξανε— τη Χαλκίδα την είδες
Όπου συ μες στα φάλτσα σου μόνον, ήξερες ν' άρχεις;
Να τα έργα σου, οι πόθοι σου — όλοι εμείς — φασουλήδες,
Να και συ θιασάρχης!...

Τι ντεκόρ ανισόρροπο που με μύτη γελοία
Μαιτρ μπεκρής το σκεδίαζε στο 'να πόδι να στέκει.
Ήταν κει, λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία,
Όρθιο η πόλη λελέκι...

Κι ω Θεέ μου, τι θίασος, τι λερή συνοδεία
Εαυτούληδων (τούτοι μου), να μοιράσουν σαν λύκοι
Μεταξύ τους — για ρόλους των — κάθε μια μου αηδία,
Κάθε τι ρεζιλίκι..

Κι είμαι γω θιασάρχης τους; Αλς κουρσούμ τώρα εξώλης
και προώλης τους (τέλειος να μαθαίνω τους ρούμπες),
Να μ' αυτούς τους παλιάτσους μου θα κινήσω στις πόλεις
Με κραυγές και με τούμπες!...

Κι ως στα πάλκα η φάτσα μου γελαστή θα προβαίνει
(Αχ, κι η πρόγκα — τι δόξα μου! — σ' ουρανούς θα με σύρει)
Η Χαλκίδα εκεί πισω μου θα φαντάζει χτισμένη
Σαν από τεμπεσίρι...

Πιερότε, Ζήσε

Είχα πει για πόλη με σπασμένους δρόμους
Και για που να φύσαε – τάχα – είπα ο Νότος,
Ναι, για – τάχα – νάμουν (με γκραν φλου στους ώμους)
ένας λυπημένος Πιερότος.

Και πως τάχα η πόλη (ω, τι χρόνια εκείνα!)
Νάταν η Χαλκίδα στα γητέματά της
– μια κι αυτή θλιμμένη – τάχα – κολομπίνα
Και να κλαίω εγώ στα γόνατά της...

...................................................................

Μα – τι θάμα πάλι! – δίχως κολομπίνα
(Ούτε αυτή θλιμμένη), ούτε 'γω κλαμένος!
Ω – του νου – πετώντας δω τη σερπαντίνα
Τώρα εγώ γελάω ο γελασμένος...

Σκέφτομαι πως θάμα είσαι έτσι όπως είσαι
Με καπέλο κλόουν, ω Χαλκίδα – ως τότε –
Να μου λες κλαμένη: Πιερότε, ζήσε
Ζήσε – μην πεθαίνεις – Πιερότε...

Η μελοποίηση από τον Σαράντη Κασσάρα, τραγουδά η Ρένα Βελισσαρίου

Άσ' Τη Βάρκα

Άσ' τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει,
Ας ορίζει τ' αγέρι, τιμόνι-πανί,
Τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει,
Είναι πι' όμορφοι οι άγνωστοι πάντα γιαλοί,
Η ζωή μια δροσιά είναι, ένα κύμα, ας το φέρει
Όπου θέλει τ' αγέρι, όπου ξέρει τ' αγέρι.

Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση,
Γύρω ας φεύγουν πού πύργοι, πού καλύβας καπνός,
Είτε ειδύλλιο γελούμενο απλώνεται η πλάση,
Είτε αντάρες και μπόρες κρεμά ο ουρανός,
Μη θαρρείς το πανί σου πως μπορείς να βαστάξεις,
Όπου θέλει το κύμα μαζί του θ' αράξεις.

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη κι εσύ το γνωρίζεις;
Έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς;
Μη όπου σπέρνεις καλό, το κακό δε θερίζεις;
Δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ' ό,τι ρωτάς;
Ό,τι σ' έχει μαγέψει κι ό,τι σου 'χει γελάσει,
Το 'χεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;

'Ασε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζει,
Άσ' τις ζάλες να σέρνουν τυφλά την καρδιά
Κι αν τριγύρω βογγά κι αν ψηλά συννεφιάζει,
Κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά
Κι αν πικρό τη ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνει
Πάντα κάπου κρυφή, μια χαρά την προσμένει.

Ενός Λεπτού Σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
Κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
Έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
Ένα κορμί να υπερασπίζεται την έξαψή σας,
Κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
Έστω και μια φορά;
Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
Για τους απεγνωσμένους;

Ο Άυλος Άνθρωπος

Έχει ο καθένας μας, πέρα απ’ το φθόνο
έναν άνθρωπο, για τον εαυτό του και μόνο
άυλον άνθρωπο – που του απλώνει φυλλωσιά
χωρίς να ’ναι δέντρο ή ομπρέλα, μοναχά δροσιά.

Τον κρατάει κρυφόν από τον κόσμο, αλλά
ο ίδιος τις νύχτες τον αγγίζει απαλά
κι ας είναι άυλος· όμως μεσουρανεί
στα χαρούμενα όνειρα, σε χρώμα ουρανί.

Γιατί ο άυλος στ’ όνειρο γίνεται υπαρκτός
πιάνεις το σώμα του, τα στήθη, εκτός
αν χάσεις ποτέ το αόρατο νήμα·
θα μείνεις μόνος, με τα δάκρυα και τη ρίμα.

Χαλκίδα

Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, να φυσάει ο νότος
Κι εγώ καταμονάχος, μονάχος, και να λέω: τι πόλη!
Να μην ξέρω αν είμαι – μέσα στην ασβόλη –
Ένας λυπημένος πιερότος!

Φύσαε – είπα – ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
Ω Χαλκίδα – πόλη (έλεγα) και φέτος
Ήμουν – στ' όνειρό μου είδα – ήμουν Περικλέτος,
Πάλι Περικλέτος ήμουν – είδα…

Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι
Πάν' σε ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
Ως θερία, ως δέντρα – αναγλυμένοι – ως ψάρια
Τα όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.

Τώρα; Πόλη, τρέμω τα γητέματά σου
Κι είμαι ακόμα ωραίος, ωραίος σαν το Μάη μήνα,
Κρίμα, λέω, θλιμμένη να 'σαι κολομπίνα
Και να κλαίω εγώ στα γόνατά σου.

Έτσι να 'ν' σπασμένοι, να φυσά απ' το νότο
Και με πίλο κλόουν να γελάς, Χαλκίδα:
Αχ, νεκρόν στο χώμα – να φωνάζεις – είδα
Έναν μου ακόμη πιερότο! . . .

Η μελοποίηση από τον Σαράντη Κασσάρα, τραγουδά η Ρένα Βελισσαρίου

Για Ένα Σκύλο

Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης, που πηγαίνει
Στα πόδια των ανθρώπων και ποτέ του δε γαυγίζει
Μήτε δαγκώνει και γι’ αυτό ποτέ του δε χορταίνει
Το ποθητό και δίχως πέτσα κόκκαλο που ελπίζει.

Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης και φτωχός,
Που απ’ τη σκυλίσια του ψυχή, για λάθος του νομίζει,
Το ότι είναι σκύλος και πιο πολύ ότι είν’ μικρός
Γι’ αυτό σαν τον κλωτσάνε δεν δαγκώνει ούτε γαβγίζει.

Είναι ένας σκύλος με ψυχή βαθιά χριστιανική,
Που δείχνει ταπεινόφρονα πως δεν έχει πονέσει,
Που με την πράξη του αποχτά ευτυχία μοναδική,
Μέσ' στον παράδεισο των σκύλων μια μικρούλα θέση.

Μονάχα από τα γήινα τα δεινά του λείπει ακόμα
Κάτι, που την αγάπη του εαυτού του θα ξυπνήσει:
Του λείπει μια γερή κλωτσιά κατάμουτρα στο στόμα,
Να θυμηθεί τα δόντια του, να ορμήσει, να ξεσκίσει.

Πάθη

Ποιο πάθος λες;
Αυτό ν' αφήνεσαι ρευστός
Σε κάθε ερεθισμό του χώρου σου;
Το πάθος ν' απαντάς σα στρείδι;
Το πάθος να παλεύεις με τα πάθη σου
Δεν το λογαριάζεις;

Κι έπειτα,
Για ποια λευτεριά του αδέσμευτου μιλάς;
Μέσ' στη σκλαβιά τη θέλω εγώ τη λευτεριά σου,
Μέσ' στη σκλαβιά, που για να καταλύσεις,
Αναγνωρίζεις πρώτα κι αποδέχεσαι.

Λεηλασία

Ο χρόνος μου λεηλατημένος.
Οι χίλιες καθημερινές ανάγκες
Σαν πεινασμένα αγριόσκυλα
Του ξεκολλάν κι ένα κομμάτι.

Δικαίωμα

Νομίζω πως όσα έχω περάσει
Μου δίνουν κάθε δικαίωμα να τρελαθώ.
Θα 'ταν λίγη ξεκούραση επιτέλους,
Λίγη ανεύθυνη ελευθερία που ποτέ δε γνώρισα.

Απονομή Δικαιοσύνης

Όταν οι άνθρωποι δεν αμφιβάλλουν για το δίκιο τους
Πόσο μπορούνε ν' αδικούνε...

Τοπίο Σχημάτων

Μπερδεύοντας την αυταρέσκεια με την αυτοπεποίθηση
Την υστερία με το πάθος, τίποτα δεν κέρδισε
Στην επαφή με τους ανθρώπους.
Μιαν επανάληψη μονάχα
Τρόπων και λέξεων τελικά φθαρμένων
Που απλώς τον ξεγελούσαν πως υπάρχει
Πέρα απ' το ακίνητο τοπίο των σχημάτων του.

Όταν Μιλούν

Όταν μιλούν στα καφενεία
Για έρωτα κι ελευθερία και τέτοια,
Πώς να τους πεις για τον ερειπωμένο έρωτα
Που αντιστέκεται ακόμα και στην απομόνωση,
Για τη δικαιοσύνη που φτιάχνεται στο χάος
Χιλιάδων προσβολών και παραβάσεων,
Πώς να τους πεις για λευτεριά που μοναχά κερδίζεται
Μέσ' απ' το βάθος των αποπνικτικών δεσμωτηρίων
Που φυλακίζουν την κάθε ώρα της ζωής μας...

Τρεις Διαστάσεις

Τα φιλιά εγκαταλείπουν έντρομα το σώμα του
Νιώθοντας το θάνατο να πλησιάζει
Σαν τα κοπάδια τα ποντίκια
Που αφήνουνε το πλοίο λίγο πριν βουλιάξει.

Με κουρασμένη κίνηση ετοιμοθάνατου
Διώχνει απ' το πρόσωπό του τα φιλιά
Που σαν τις μύγες συνωθούνται στα ρουθούνια και το στόμα
Που σαν τις μαύρες μύγες μυρίζονται το θάνατο.

Τα φιλιά έτσι μπηχτήκαν και ριζώσαν στο κορμί του
Που και μετά το θάνατό του
Μένουν εκεί και μεγαλώνουν
Σαν τα νύχια.

Επιτύμβιον

Πέθανες - κι έγινες και συ: ο καλός,
O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Tριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
Eφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

A, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τί κάθαρμα ήσουν,
Tί κάλπικος παράς, μια ζωή μέσα στο ψέμα
Kοιμού εν ειρήνη, δεν θα 'ρθώ την ησυχία σου να ταράξω.
(Eγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο.)
Kοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Δε θά 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

Αγάπη

Δεν είμαι πια φτωχός, ν' απλώνω
Με πόνο σ' επαιτεία τα χέρια.
Τώρα μου τραγουδούν τ' αηδόνια
Και μου χαμογελούν τ' αστέρια.
Οχτρέ μου, οχτρέ μου, σ' αγαπώ.
Μη μ' αποφεύγεις, γύρνα πίσω,
Κι είμαι αδερφός σου και ποθώ,
Να σε γλυκοφιλήσω.
Γύρω μου πια δε βλέπω οχτρούς
Κι αγρίμια και συντρίμια.
Κόσμε, η αγάπη μου έντυσε
Την τραγική σου γύμνια.

Οι Πολιτείες

Κι όμως εμέ με καρτερούν
Οι πολιτείες που μ' έδεσαν
Με νοσταλγίες και μάγια.

Είμαι

Είμαι μια δίψα που δε σβύνω,
Μια θέληση που δεν μπορώ.

Το Κρίμα Του Ασκητή

Αλαφροπάτητη, σειστή και λυγιστή σαν τόξο,
Μάτια λαφιού, κορμοστασιά λιγνή, κυπαρισσένια,
Χείλη κοράλια και φωνή κρουστάλλι... πώς να διώξω,
Της θύμησής της μια στιγμή τη φαρμακέφτραν έννοια;

Επούλωση

Το θέλεις, δεν το θέλεις
Κλείσαν με τον καιρό πολλές πληγές.
Και ποιος να δει πως σέρνονται
Βουβά, κάτω απ' το δέρμα
Σαν εσωτερικές αράχνες.

Εμπόδια

Αυτό το εμπόδιο που είναι ο εαυτός μου
Για τον εαυτό μου.

Πριν Απ' Τη Σιωπή

Αυτός ο πάγος που αποδέχτηκα
Όλο κι απλώνει
Μέσα κι έξω.
Απ' το γυμνό βουνό μου
Πάνω από συνωστισμούς σωμάτων κι αισθημάτων
Κερδίζοντας τα σύνολα που θέλησα
Βλέποντας μόνο δάση
Πάλι πεθαίνω για ένα δέντρο

Παράθυρα

Εκατό παράθυρα νοσοκομείων, ασύλων για τρελούς
Παραμονεύοντας το θήραμά τους μέσ' στη νύχτα.

Η Σάρκα

Η σάρκα μου
Πάντα πονάει στα χτυπήματα
Πάντοτε χαίρεται στα χάδια.
Ακόμα τίποτα δεν έμαθε.

Διαιώνιση Του Είδους

Για το παιδί που έκανες και καμαρώνεις
Ορθώνεσαι σαν αγρίμι μπρος απ' τη φωλιά του.
Όλα τα ξέχασες λοιπόν; Κι ο δρόμος μας;
Ή τάχα πια δε βλέπεις το μαστίγιο
Που αιωρείται πάνω απ' τα κεφάλια μας;
Όχι, αν είναι για μια σπορά να σταματήσουμε,
Να φτιάξουμε ένα σπίτι σαν άλλη φυλακή,
Να μας εξαγοράσει το ακριβοδίκαιο συζυγικό αιδοίο,
Καλύτερα όλα τα χρόνια της ζωής μας
Με τα γεννητικά όργανα λιωμένα
Μέσ' στις τανάλιες της εξορίας,
Καλύτερα τα στόματα να ερειπωθούν
Δίχως φιλί, δίχως προσφάι
Αρθρώνοντας ως το τέλος τις δικές μας λέξεις,
Καλύτερα μια πυρκαγιά να μας σαρώσει
Κι εμάς και τα μικρονοικοκυριά μας.

Η Συμφωνία

Φωνάξαν, τσακωθήκαν, ρητορέψανε
Τέλος την κλείσανε τη συμφωνία
Ορίστηκαν τα ποσοστά, το κέρδος...
Οι πρησμένες γλώσσες τους απόμεναν
Σαν ποντικοί των υπονόμων.

Δοκιμές

Λοιπόν, δοκίμασα και την εκδίκηση.
Πάλι εγώ ήμουν ο χαμένος.

Ησυχασμένες Απαντήσεις

Οι έτοιμες, ησυχασμένες απαντήσεις
Δε γίνεται πια να με χορτάσουν
Όπως δεν επαρκούνε σε μια πόρνη
Οι ταχτικοί, αξιοπρεπέστατοι πελάτες της.